- μεταλλοφόρος
- ος, ο[ν] рудоносный, металлоносный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλοφόρος — α, ο, θηλ. και ος αυτός που περιέχει μέταλλο («μεταλλοφόρα κοιτάσματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Π. Τριανταφυλλίδη] … Dictionary of Greek
μεταλλοφόρος — α, ο αυτός που περιέχει μέταλλο: Στην περιοχή υπάρχουν μεταλλοφόρα κοιτάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
μεταλλούχος — ο αυτός που εμπεριέχει μέταλλα, μεταλλοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στην Κλειώ Ν. Παπαδούκα] … Dictionary of Greek